- κραδοφάγος
- κραδοφάγοςeating the young branches of the fig-treemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραδοφάγος — κραδοφάγος, ον (Α) 1. αυτός που τρώγει τα βλαστάρια τής συκιάς 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κραδοφάγος κραδοπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «βλαστός συκιάς» + φάγος < θ. φαγ (πρβλ. ἔ φαγ ον)] … Dictionary of Greek
κραδοφάγοι — κραδοφάγος eating the young branches of the fig tree masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράδη — Μηχάνημα που χρησιμοποιούσαν στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, πιθανότατα στις τραγωδίες, για την ανύψωση των ηθοποιών που υποδύονταν τους θεούς. * * * κράδη, ἡ (Α) 1. το ανώτατο άκρο τού κλαδιού, το κλωνάρι, το βλαστάρι («τέττιγες... ἐπὶ τῶν κραδῶν… … Dictionary of Greek